- ρε
- (I)Νεπιφών. βλ. βρε.————————(II)το, Νμουσ.ο δεύτερος μουσικός φθόγγος τής διατονικής κλίμακας τού ντο στην ορολογία δυτικοευρωπαϊκών γλωσσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < διεθνές re < λατ. re-sono «αντηχώ», λ. που ψαλλόταν σ' αυτόν τον τόνο σε έναν μεσαιωνικό ύμνο προς τιμή τού Ιωάννη τού Βαπτιστή].
Dictionary of Greek. 2013.